παραστρατώ

παραστρατώ
παραστρατώ, παραστράτησα, παραστρατημένος βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραστρατώ — βλ. παραστρατίζω …   Dictionary of Greek

  • παραστρατώ — παραστράτησα, παραστρατημένος, παίρνω τον κακό δρόμο. Η μετοχή παραστρατημένη, η γυναίκα που ζει έκλυτη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστρατίζω — και παραστρατώ και παραστρατάω 1. (μτβ.) εκτρέπω κάποιον από τον ευθύ δρόμο, τον κάνω να βγει από τη στράτα του («το σκοτάδι μάς παραστράτισε») 2. (αμτβ.) (κυρίως στον τ. παραστρατώ) παρεκκλίνω, εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι,… …   Dictionary of Greek

  • προσοκέλλω — Α 1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά 2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.) 3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω 4. μτφ. παρεκτρέπομαι,… …   Dictionary of Greek

  • διαμαρτάνω — (Α) [αμαρτάνω] αμαρτάνω, παραστρατώ 2. σημειώνω παταγώδη αποτυχία 3. πέφτω έξω στην εκτίμησή μου για κάποιον 4. δεν κατορθώνω να πάρω κάτι 5. έχω άδικο, σφάλλω …   Dictionary of Greek

  • λοξοδρομώ — έω και άω 1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία 2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο 3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • οκέλλω — ὀκέλλω (Α) 1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά 2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω 3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.) 4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης»,… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραπατώ — (I) άω, Α [απατώ] εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω. (II) άω [πατώ] 1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του») 2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω 3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ …   Dictionary of Greek

  • παραστράτημα — το [παραστρατώ] 1. ηθική παρέκκλιση, παρεκτροπή, βαρύ παράπτωμα, απομάκρυνση από τον ηθικό και συνετό βίο 2. (ειδ.) παράνομη ερωτική σχέση γυναίκας άγαμης ή έγγαμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”